- ζαβιά
- η (Μ ζαβία)η ιδιότητα τού ζαβού, η πνευματική καθυστέρηση, η ζαβάδα, η ανοησίανεοελλ.1. εναντιότητα περιστάσεων, αναποδιά2. αδεξιότητα, απροσεξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβία < ζαβός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… … Dictionary of Greek
ζαβοσύνη — η [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού, η στρεβλότητα 2. αδεξιότητα, ζαβιά, ζαβάδα … Dictionary of Greek
Γαλεώτες — Αρχαία φυλή στην Σικελία, που ασκούσαν τη μαντεία με γαλεώτας (σαύρες). Κατ’ άλλους, ονομάστηκαν έτσι από τον Γαλεό ή Γαλεώτη, γιο του Απόλλωνα και της Θεμιστούς (κόρης του Ζαβία, βασιλιά των Υπερβόρειων), αδελφό του Τελεμισσού … Dictionary of Greek
Τελμισσός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Απόλλωνα και της Θεμιστώς, κόρης του Ζαβία, βασιλιά του λαού των Υπερβορείων, αδελφός του Γελεώτη ή Γελεού. Οι δυο αδελφοί, έπειτα από χρησμό, ίδρυσαν βωμούς στη Σικελία και στην Καρία. Ο Τ. έχτισε την ομώνυμη πόλη… … Dictionary of Greek